- ἀπανθρακίσματα
- ἀπανθράκισμαbroilneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χναύμα — αύματος, τὸ, Α [χναύω] 1. ορεκτικό έδεσμα, μεζές 2. (κατά τον Πολυδ.) «χναύματα τὰ βρώματα καὶ τὰ τῶν κρεῶν ἀπανθρακίσματα» … Dictionary of Greek